- ἡμιάρταβος
- ἡμι-άρτᾰβος, ον,A of half an ἀρτάβη, μέτρον ib.1031.22 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιάρταβος — ἡμιάρταβος, ον (Α) πάπ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε μισή αρτάβη*(«ημιάρταβον μέτρον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιαρτάβιον — ἡμιαρτάβιον, το (Α) [ημιάρταβος] πάπ. το ήμισυ τής αρτάβης* … Dictionary of Greek